- φυτόκολλα
- ηαζωτούχα ύλη των σιτηρών, η γλουτένη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυτόκολλα — η, Ν (χημ. τεχνολ.) ουσία πρωτεϊνικής σύστασης που έχει τη μορφή γκριζοκίτρινης σκόνης και αποτελεί συστατικό τών κόκκων τού σιταριού και άλλων δημητριακών, η γλουτένη … Dictionary of Greek
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek